- ἁλίρροιζος
- ἁλίρ-ροιζος, ον,A = ἁλιρρόθιος, Nonn.D.13.322, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίρροιζος — ἁλίρροιζος, ον (Α) αυτός που σφυρίζει, βουίζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ῥοῖζος «συριστικός ήχος»] … Dictionary of Greek
ἁλιρροίζοιο — ἁλίρροιζος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιρροίζῳ — ἁλίρροιζος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek